- φιλοχρημάτου
- φιλοχρήματοςloving moneymasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοχρηματία — η η ιδιότητα του φιλοχρήματου (βλ. λ.), η αγάπη για το χρήμα, η ροπή για απόκτηση χρημάτων, η φιλοκέρδεια, η φιλαργυρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)